Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυκαής — ές, Α πολύ καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καής (< θ. καητού ε κάην, αόρ. τού καίω), πρβλ. δια καής] … Dictionary of Greek
πολυκαέι — πολυκᾱέϊ , πολυκαής much burning dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)